ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΜΑ

ΣΤΡΑΤΗΓOΣ   ΤΣΑΓΚΑΡIΔΗΣ  ΙΩAΝΝΗΣ

ΣΤΡΑΤΗΓOΣ   ΤΣΑΓΚΑΡIΔΗΣ  ΙΩAΝΝΗΣ

Κύπριος αγωνιστής, αξιωματικός του ελληνικού στρατού, υποστράτηγος, που διακρίθηκε σ’ όλους τους πολέμους από το 1912-1922 και έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εσωτερικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, γεννήθηκε στην κωμόπολη της Λαπήθου, της επαρχίας Κερύνειας, στις 17 Μαΐου 1887 και πέθανε την 31 Μαρτίου 1939 στην Αθήνα.
Από παλαιά αρχοντική οικογένεια της Κύπρου, που μέλη της διακρίθηκαν στους αγώνες για την απελευθέρωση του γένους, Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό σχολείο της Λαπήθου και αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας. Τον Αύγουστο του 1904 πήγε στην Αθήνα για ανώτερες σπουδές κι αρχικά προοριζόταν να σπουδάσει νομικά ή χημεία. Γαλουχημένος όμως από τα παιδικά του χρόνια με τα ιδανικά του έθνους, κατετάγη ως εθελοντής στο ιππικό του ελληνικού στρατού, όπου κατέκτησε όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας με τη γενναιότητα, το απαράμιλλο θάρρος του και την τακτική του ιδιοφυΐα. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 και 1913 και στη συνέχεια στις μάχες του Μακεδονικού μετώπου κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1919 συμμετείχε στο εκστρα-τευτικό σώμα, που εστάλη στη Μικρά Ασία με εντολή της Συνδιασκέψεως των Παρισίων όπως καθορίστηκε από τη Συνθήκη των Σεβρών. Από τον Μάιο του 1919 ως τον Ιούλιο του 1921, που τραυματίστηκε βαρύτατα στη μάχη του Κάλε Γκρότο, πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις, αξιοποιώντας στο έπακρο το ως τότε παραγνωρισμένο όπλο του ιππικού. Η τόλμη και η ανδρεία του τον μετέβαλαν σε θρύλο στις μονάδες της Στρατιάς κι έμεινε γνωστός στην ιστορία των αγώνων του Μικρασιατικού μετώπου ως «ο θρυλικός επίλαρχος».
Η πολεμική του δράση και οι διοικητικές του ικανότητες τον καταξίωσαν μεταξύ των συναδέλφων του και απέσπασαν την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη των ηγητόρων του στρατού και της πολιτείας.
Το 1922-23 υπηρέτησε στο Γραφείο της Επανάστασης του 1922. Το 1926 ως φρούραρχος Αθηνών, μετά τη πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου, διέλυσε τα δημοκρατικά τάγματα των Ζέρβα και Ντερτιλή. Στη συνέχεια επί οικουμενικής κυβερνήσεως, ως φρούραρχος πάλι Αθηνών, με τη σύμφωνη γνώμη των πολιτικών κομμάτων και του στρατηγού Ν. Πλαστήρα και με μεικτό απόσπασμα στη διάθεσή του, εξασφάλισε την τάξη και εξουδετέρωσε κινήσεις αξιωματικών, που αντιδρούσαν στην επαναφορά αποτάκτων αξιωματικών στο στράτευμα. Το 1933, ως διοικητής της Ταξιαρχίας Ιππικού στη Λάρισα, αντιτάχθηκε στο Κίνημα της 6ης Μαρτίου του στρατηγού Πλαστήρα με αποτέλεσμα την αποτυχία του.
Το 1924 εστάλη στη Γαλλία για μετεκπαίδευση και το 1928-1930 τοποθετήθηκε στην ελληνική πρεσβεία των Παρισίων ως επόπτης των μετεκπαιδευομένων στη Γαλλία Ελλήνων αξιωματικών. Το 1934-1937 υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια, με παράλληλη αντιπροσώπευση της Ελλάδας στην Ουγγαρία και στην Αυστρία. Οι εκθέσεις του από τη βουλγαρική πρωτεύουσα για τις στρατιωτικές προπαρασκευές της Βουλγαρίας και τις επιθετικές προθέσεις της εναντίον της Ελλάδας, εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της χώρας, καθώς και οι υποδείξεις του για την οχύρωση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων.
Μετά την άρνησή του ν’ αναλάβει το υφυπουργείο Στρατιωτικών στη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά, τοποθετήθηκε ως διοικητής της 12ης μεραρχίας στην Κομοτηνή, την οποία, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, αναδιοργάνωσε και κατέστησε την πλέον αξιόμαχη μονάδα του ελληνικού στρατού. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στη θέση αυτή έπεσε θύμα σκευωρίας συναδέλφων του, που λόγω δεδομένης προσωπικής εχθρότητας του αρχηγού του Επιτελείου Αλεξάνδρου Παπάγου, ο οποίος δεν συγχωρούσε στον Τσαγγαρίδη την πολεμική του δράση, τον οδήγησε εκτός ενεργού υπηρεσίας και στη συνέχεια σε εκτόπιση στη Σίφνο και στην Ικαρία. Τον Μάρτιο του 1939 ασθένησε βαρύτατα. Η μεταφορά του στην Αθήνα καθυστέρησε από το δικτατορικό καθεστώς, με αποτέλεσμα, όταν τελικά μεταφέρθηκε, να είναι αργά για οποιαδήποτε προσπάθεια διασώσεως.
Επιγραμματικά χαρακτηρίζουν τον Ιωάννη Τσαγγαρίδη τα λόγια με τα οποία ἔκλειε το νεκρολογικό του σημείωμα ο Κύπριος νομομαθής και αγωνιστής Νικ. Λανίτης την επομένη του θανάτου του στρατηγού στο «Ἐλεύθερον Βῆμα»: Κύπριος πατριώτης, Ἕλλην πατριώτης, ἐξαιρετικός στρατιώτης, γενναῖος ἀξιωματικός, ἄνθρωπος. Ενδεικτικό είναι και το σημείωμα που έγραψε για τον στρατηγό ο καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Πέτρος Παπαπολυβίου.
Το 1987 εξεδόθη στην Αθήνα, από την «Εστία», η βιογραφία του Ιωάννη Τσαγγαρίδη με τίτλο: Τό Ἡμερολόγιο ἑνός Στρατηγοῦ. Σελίδες Νεοελληνικῆς. Σελίδες Νεοελληνικῆς Ἱστορίας.
Ήταν ο σύζυγος της Ρεβέκκας Πολυμέρου.